"ΣΗΜΕΡΑ ΜΑΥΡΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ"
μια παραλλαγή από το Ρεϊς-Ντερέ Μικράς Ασίας
τραγουδά η Γεωργία Μαυράκη
Τη βαριά θλίψη, μέσα στην οποία περνά ο λαός όλη την εβδομάδα των παθών, παρακολουθούμε να κορυφώνεται με τον "Επιτάφιο Θρήνο" της εκκλησίας και με το "Μοιρολόι της Παναγίας" που συνέθεσε ο λαός, για να μοιρολογήσει μαζί με τη Μητέρα το μαρτυρικό θάνατο του γιου της, κάνοντας δικό του το μητρικό πόνο και σπαραγμό της.
Στο Ρεϊς-Ντερέ το έλεγαν κατά μόνας κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και ομαδικώς τη Μεγάλη Παρασκευή.
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλα θλίβονται και τα βουνά λυπούνται, Σήμερον έλαβον βουλή οι άνομοι Εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά κι' οι τρισκατηραμένοι Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι. Η Παναγιά η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της, τας προσευχάς της έκανε, για το μονογενή της. Και ευθύς ακούστε εξ Ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα: Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες, Τον γιό σου τον επιάσανε και στον σφαγιά τον πάνε και τον υιόν σου πιάσανε και στα καρφιά τον πάνε. Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν ληστή τον πάνε και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί τον τυρανάνε. -Χαλκιά-χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια. Και κείνος ο παράνομος, βαρεί και κάνει πέντε. -Συ Φαραό, που τά 'φτιαξες πρέπει να μας διδάξεις. -Βάλτε τα δυο στα πόδια του και τ' άλλα δυο στα χέρια, το τρίτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά του, να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του. Η Παναγιά σαν τά ‘κουσε έπεσε και λιγώθει, σταμνί νερό την περεχούν, τρία κανάτια μόσχο και τρία με ροδόσταμο, για να της έρθει ο νους της. για σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της, ζητά μαχαίρι να σφαγεί, πηγάδι για να πέσει, ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί, για το μονογενή της. Η Μάρθα η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα και του Ιακώβου η αδερφή, κι' οι τέσσερες αντάμα, επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι το μονοπάτι τς έβγαλε εις του σφαγιά την πόρτα. -Άνοιξε πόρτα του σφαγιά και πόρτα του Πιλάτου. Κι' η πόρτα από το φόβο της, η μέσα έξω βγήκε. πήρανε το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι το μονοπάτι τς έβγαλε μπρος του ληστή την πόρτα. -Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου. Κι' η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της. Τηρά ζερβά, τηρά δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει, τηρά και δεξιώτερα, βλέπει τον Αϊγιάννη, Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου, μην είδες το παιδάκι μου και σε διδάσκαλό σου; -Δεν έχω στόμα να σου πω, φωνή να σου μιλήσω, δεν έχω χέρι δάχτυλο, για να σου τόνε δείξω. Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο, οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι; οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο, Εκείνος είναι ο γυιόκας σου και με διδάσκαλός μου! Η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτάει. -Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου; -Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχει· μόνο το μέγα-Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι, που θα λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες, τότε και συ, Μανούλα μου, να χεις χαρές μεγάλες! Να πας σε ένα τρίστρατο και στρώσε ένα τραπέζι να φάνε οι ακάλεστοι, να φαν κι οι καλεσμένοι. Πέρασε κι η αγιά Καλή, καλή να μην τη λένε Ποιος είδε γιο στο σταύρωμα και μάνα στο τραπέζι; Όποιος τ' ακούει σώζεται κι' όποιος το λέει αγιάζει, κι' όποιος το καλοφουγκραστεί, Παράδεισο θα λάβει, Παράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλα θλίβονται και τα βουνά λυπούνται, Σήμερον έλαβον βουλή οι άνομοι Εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά κι' οι τρισκατηραμένοι Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι. Η Παναγιά η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της, τας προσευχάς της έκανε, για το μονογενή της. Και ευθύς ακούστε εξ Ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα: Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες, Τον γιό σου τον επιάσανε και στον σφαγιά τον πάνε και τον υιόν σου πιάσανε και στα καρφιά τον πάνε. Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν ληστή τον πάνε και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί τον τυρανάνε. -Χαλκιά-χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια. Και κείνος ο παράνομος, βαρεί και κάνει πέντε. -Συ Φαραό, που τά 'φτιαξες πρέπει να μας διδάξεις. -Βάλτε τα δυο στα πόδια του και τ' άλλα δυο στα χέρια, το τρίτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά του, να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του. Η Παναγιά σαν τά ‘κουσε έπεσε και λιγώθει, σταμνί νερό την περεχούν, τρία κανάτια μόσχο και τρία με ροδόσταμο, για να της έρθει ο νους της. για σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της, ζητά μαχαίρι να σφαγεί, πηγάδι για να πέσει, ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί, για το μονογενή της. Η Μάρθα η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα και του Ιακώβου η αδερφή, κι' οι τέσσερες αντάμα, επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι το μονοπάτι τς έβγαλε εις του σφαγιά την πόρτα. -Άνοιξε πόρτα του σφαγιά και πόρτα του Πιλάτου. Κι' η πόρτα από το φόβο της, η μέσα έξω βγήκε. πήρανε το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι το μονοπάτι τς έβγαλε μπρος του ληστή την πόρτα. -Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου. Κι' η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της. Τηρά ζερβά, τηρά δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει, τηρά και δεξιώτερα, βλέπει τον Αϊγιάννη, Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου, μην είδες το παιδάκι μου και σε διδάσκαλό σου; -Δεν έχω στόμα να σου πω, φωνή να σου μιλήσω, δεν έχω χέρι δάχτυλο, για να σου τόνε δείξω. Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο, οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι; οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο, Εκείνος είναι ο γυιόκας σου και με διδάσκαλός μου! Η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτάει. -Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου; -Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχει· μόνο το μέγα-Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι, που θα λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες, τότε και συ, Μανούλα μου, να χεις χαρές μεγάλες! Να πας σε ένα τρίστρατο και στρώσε ένα τραπέζι να φάνε οι ακάλεστοι, να φαν κι οι καλεσμένοι. Πέρασε κι η αγιά Καλή, καλή να μην τη λένε Ποιος είδε γιο στο σταύρωμα και μάνα στο τραπέζι; Όποιος τ' ακούει σώζεται κι' όποιος το λέει αγιάζει, κι' όποιος το καλοφουγκραστεί, Παράδεισο θα λάβει, Παράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο